ομοκεντρικότητα

ομοκεντρικότητα
[-ης (-ητος)] η концентричность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ομοκεντρικότητα" в других словарях:

  • ομοκεντρικότητα — η [ομοκεντρικός] η ιδιότητα τού ομοκεντρικού, ομοκεντρία …   Dictionary of Greek

  • ομοκεντρία — η [ομόκεντρος] η ιδιότητα τού ομοκέντρου, το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο κέντρο με άλλον ή άλλο, η ομοκεντρικότητα …   Dictionary of Greek

  • ομοκεντρία — ομοκεντρία, η και ομοκεντρικότητα, η η ιδιότητα του ομόκεντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»